ναγκάνα

ναγκάνα
και ναγάνα, η
(κτην.) τρυπανοσωμίαση, ζωονόσος τών βοοειδών και τών ιπποειδών, η οποία προκαλείται από μαστιγοφόρα παράσιτα τού γένους τρυπανόσωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nagana < u-nakane, λ. τής γλώσσας τών Ζουλού, λόγω τού ότι η ασθένεια προσβάλλει οικιακά ζώα τής τροπικής Αφρικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ναγάνα — η (κτην.) βλ. ναγκάνα …   Dictionary of Greek

  • τρυπανοσωμίαση — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) γενική ονομασία πρωτοζωικών παρασιτικών νόσων που προκαλούνται από τρυπανοσώματα 2. φρ. α) «αμερικανική τρυπανοσωμίαση» ιατρ. τρυπανοσωμίαση που προσβάλλει πολλά εκατομμύρια Νοτιοαμερικανών και οφείλεται στο Trypanosoma… …   Dictionary of Greek

  • τσε τσε — η, Ν άκλ. 1. (με τη λ. μύγα) ζωολ. κοινή ονομασία τών αφρικανικών παρασιτικών αιματόρροφων διπτέρων που ανήκουν στο γένος γλωσσίνα τής οικογένειας muscidae, με 21 περίπου είδη, γνωστά για τη μετάδοση τρυπανοσωμιάσεων, όπως είναι λ.χ. η νόσος τού… …   Dictionary of Greek

  • τρυπανοσώματα — Μαστιγοφόρα πρωτόζωα της οικογένειας των τρυπανοσωμιδών, της τάξης των πρωτομονάδων. Τα τ. παρασιτούν στο αίμα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών· τα δύο είδη τ. το γαμβιανό (trypanosoma gambiense), διαδεδομένο στις αφρικανικές περιοχές μεταξύ της …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”