- ναγκάνα
- και ναγάνα, η(κτην.) τρυπανοσωμίαση, ζωονόσος τών βοοειδών και τών ιπποειδών, η οποία προκαλείται από μαστιγοφόρα παράσιτα τού γένους τρυπανόσωμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nagana < u-nakane, λ. τής γλώσσας τών Ζουλού, λόγω τού ότι η ασθένεια προσβάλλει οικιακά ζώα τής τροπικής Αφρικής].
Dictionary of Greek. 2013.